διαμοτώ

διαμοτώ
διαμοτῶ, -όω (Α) [μοτώ]
τοποθετώ ξαντό σε πληγή για να αποφευχθεί η περαιτέρω μόλυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαμότῳ — διάμοτον tent neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάμοτον — διάμοτον, το (Α) το ξαντό, ίνες μαλλιού που τοποθετούσαν στις πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαμοτώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • διαμότωσις — διαμότωσις, η (Α) [διαμοτώ] η τοποθέτηση ξαντού σε πληγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”